- ὑποσαρκίδιος
- ὑποσαρκ-ίδιος [pron. full] [ῐδ], ον,A under the flesh or skin, Hp.Morb.1.3, v.l. in Acut.(SP.) 52, Dsc.3.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποσαρκίδιος — under the flesh masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσαρκίδιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από το δέρμα ή από την σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σάρξ, σαρκός + κατάλ. ίδιος (πρβλ. περικνημ ίδιος)] … Dictionary of Greek
ὑποσαρκίδιον — ὑποσαρκίδιος under the flesh masc/fem acc sg ὑποσαρκίδιος under the flesh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσαρκιδίους — ὑποσαρκίδιος under the flesh masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσάρκιος — ον, Α ὑποσαρκίδίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σάρξ, σαρκός + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek